- καματερεύω
- αμετ. работать не покладая рук
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καματερεύω — [καματερός] γίνομαι εργατικός, δείχνω φιλοπονία, προκόβω («καματέρεψεν η νύφη μας το Σάββατο το βράδυ», ειρωνική λαϊκή έκφρ.) … Dictionary of Greek